- ἐξούσιος
- ἐξούσιοςstripped of propertymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξούσιος — ἐξούσιος, ον (Α) αυτός που έχει χάσει την οὐσίαν, την περιουσία του … Dictionary of Greek
ἐξουσίως — ἐξούσιος stripped of property adverbial ἐξούσιος stripped of property masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξούσιον — ἐξούσιος stripped of property masc/fem acc sg ἐξούσιος stripped of property neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξουσίων — ἐξούσιος stripped of property masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξούσιοι — ἐξούσιος stripped of property masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεξούσιος — ον, Α αυτός που εξουσιάζει τα πάντα, παντοδύναμος, πανίσχυρος. επίρρ... παντεξουσίως Μ με όλες τις εξουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εξούσιος (< ἐξουσία), πρβλ. αυτ εξούσιος] … Dictionary of Greek
εφταξούσιος — ἑφταξούσιος, ο (Μ) αυτεξούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ εξούσιος κατά παρετυμολογία από το εφτά, (πρβλ. εφτά ζυμος < αυτό ζυμος)] … Dictionary of Greek
πληρεξούσιος — α, ο, Ν 1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα 2. το ουδ. ως ουσ. το πληρεξούσιο το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτ εξούσιος)] … Dictionary of Greek
συνεξούσιος — ὁ, Α πιθ. αυτός που εξουσιάζει μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξουσία (πρβλ. ὑπ εξούσιος)] … Dictionary of Greek
υπεξούσιος — α, ο / ὑπεξούσιος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος 2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξουσία (πρβλ. συν εξούσιος)] … Dictionary of Greek